οσκρός

οσκρός
ο
κεντρί τής οχιάς, τού σκορπιού, τής μέλισσας και διαφόρων άλλων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. ostra].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οσκρώνω — [οσκρός] (ιδίως για τις μέλισσες) τραυματίζω με το κεντρί μου, κεντώ με τον οσκρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”